Ο Κόσμος των παράξενων φαινομένων, που παρουσιάζονται σε κατοικίες ή ανθρώπους μετά την απώλεια αγαπημένων τους προσώπων, έχει να μας διηγηθεί πολλές και παράδοξες ιστορίες για τις οποίες δεν δόθηκε ποτέ καμία εξήγηση. Ανάλογη είναι και η ιστορία ενός κοριτσιού που βίωσε περίεργες και μη αναμενόμενες εμπειρίες μετά την αναχώρηση του πατέρα της από τον τρισδιάστατο κόσμο μας. ΠΑΤΕΡΑ, ΕΙΣΑΙ ΕΔΩ; Ένα κορίτσι, του οποίου ο πατέρας πέθανε πριν κάποια χρόνια, διαβεβαιώνει ότι δύο μέρες μετά το τραγικό συμβάν άρχισαν να συμβαίνουν περίεργα φαινόμενα στο σπίτι της. Σύμφωνα με διηγήσεις της μία μέρα που βρισκόταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι των γονέων της ένιωσε ότι κάποιος την χάιδευε στο πρόσωπο. Κάθε φορά που βρισκόταν μόνη, ακουγόντουσαν θόρυβοι σε όλο το σπίτι. Κανένας δεν την πίστευε αλλά, όταν μία μέρα που η μικρή ξαδέρφη της έμεινε μαζί της, και αναγκάστηκαν να φύγουν από το σπίτι γιατί η μικρούλα φοβήθηκε από τους παράξενου θορύβους, άρχισαν να την πιστεύουν. Η τηλεόραση του δωματίο
Ο Κόσμος της Αθήνας κατά το πρώτο ήμισυ του 19ου αιώνα ζωντανεύει μέσα από την αλληλογραφία (1824-1843) του πρώτου Αυστριακού πρεσβευτή στην Αθήνα Άντον Πρόκες φον Όστεν:
Τραγική μοίρα Ελληνίδων
Αθήνα 28 Αυγούστου 1825
(...) ανάμεσα στις κολώνες του Θησείου κάθονταν μερικές προσφυγικές οικογένειες από την Λιβαδειά. Εδώ και χρόνια πάνω στους δρόμους, χωρίς προστασία, χωρίς ψωμί, χωρίς βοήθεια, άρρωστοι απ' τη μιζέρια και την απόγνωση, καταριόντουσαν τον πόλεμο και τους υπαίτιούς τους.
Πιο βαθιά απ' όλα με συγκίνησε το βλέμμα μιας γυναίκας που έχασε τον άνδρα της πριν από λίγο από τις στερήσεις και τη μιζέρια. Είχε μπροστά της τα δυο παιδάκια της, και τα δυο άρρωστα. Με τη ματιά ασάλευτη προς τα κάτω, έδειχνε σαν να είχε παγώσει μες τον πόνο της. Δεν ζητούσε τίποτε, ωσάν να μην επιθυμούσε πια τίποτε άλλο, δεν ήλπιζε τίποτα πια για τον εαυτό της και τους δικούς της, παρά τον θάνατο.
Στα αρχαία χρόνια ικέτευαν οι σκλάβοι και οι απελπισμένοι τον Θησέα που ήταν ο προστάτης θεός τους και βοηθός, κι εκείνος εισάκουσε με εύνοια την προσευχή των κατατρεγμένων από τη μοίρα. Τώρα κείτονταν οι άθλιοι στο κατώφλι του ίδιου ναού, αλλά καμιά προσευχή δεν ψιθυρίζουν τα χείλη τους και καμιά παρηγοριά δεν αλαφραίνει την ψυχή τους!
Η κολώνα που είναι ζωσμένη τώρα με τον σιδερένιο δακτύλιο, είχε χτυπηθεί τον πρώτο καιρό της επανάστασης από κεραυνό. Αυτός ξεκόλλησε μια μετόπη, έτσι που αυτή τώρα ακόμη στέκεται σαν μια ανοικτή πόρτα, κατέβασε μια γωνιά του θριγκού και κομμάτιασε μια κολώνα. ένας άλλος κεραυνός έπεσε στη νοτιοδυτική γωνιά του σηκού. Αυτός πάλι έβγαλε από τη γραμμή τους τις πέτρες, ασβέστωσε και αμαύρωσε το ορυκτό κατά μήκος του δρόμου.
Τι ζέστη αυτή σήμερα! Και όμως συ, μοσχοβόλε Υμηττέ, που η φαντασία εκείνων που το μέλι σου απόλαυσαν δημιούργησε τη μέλισσα την ίδια - δεν σε φοβάμαι, και θα πετάξω τώρα στην πιο ψηλή κορφή σου!
Απόσπασμα από το βιβλίο του Π.Κ. Ενεπεκίδη, Γράμματα προς τη Βιέννη 1824-1843. Από την αλληλογραφία του πρώτου Αυστριακού πρεσβευτή στην Αθήνα Άντον Πρόκες φον Όστεν, Εκδ. Ωκεανίδα, Αθήνα 2007
Η φωτογραφία είναι από το lifo.gr: Θησείον 1889
Η «διακήρυξη» για την πώληση των ιστορικών τειχών της πόλης των Αθηνών
Οι Πύλες της Αθήνας κατά το 1821
Η πειρατεία στην Αττική κατά τον ΙΒ΄ αιώνα μ.Χ.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου