Ο Κόσμος των παράξενων φαινομένων, που παρουσιάζονται σε κατοικίες ή ανθρώπους μετά την απώλεια αγαπημένων τους προσώπων, έχει να μας διηγηθεί πολλές και παράδοξες ιστορίες για τις οποίες δεν δόθηκε ποτέ καμία εξήγηση. Ανάλογη είναι και η ιστορία ενός κοριτσιού που βίωσε περίεργες και μη αναμενόμενες εμπειρίες μετά την αναχώρηση του πατέρα της από τον τρισδιάστατο κόσμο μας. ΠΑΤΕΡΑ, ΕΙΣΑΙ ΕΔΩ; Ένα κορίτσι, του οποίου ο πατέρας πέθανε πριν κάποια χρόνια, διαβεβαιώνει ότι δύο μέρες μετά το τραγικό συμβάν άρχισαν να συμβαίνουν περίεργα φαινόμενα στο σπίτι της. Σύμφωνα με διηγήσεις της μία μέρα που βρισκόταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι των γονέων της ένιωσε ότι κάποιος την χάιδευε στο πρόσωπο. Κάθε φορά που βρισκόταν μόνη, ακουγόντουσαν θόρυβοι σε όλο το σπίτι. Κανένας δεν την πίστευε αλλά, όταν μία μέρα που η μικρή ξαδέρφη της έμεινε μαζί της, και αναγκάστηκαν να φύγουν από το σπίτι γιατί η μικρούλα φοβήθηκε από τους παράξενου θορύβους, άρχισαν να την πιστεύουν. Η τηλεόρα...
Ο Κόσμος της Αθήνας του παρελθόντος: η πλατεία Συντάγματος και το ζαχαροπλαστείο Ζαβορίτου.
Στη μεσημβρινή άκρη της πλατείας, εδώ κι εκατό χρόνια είχε στηθή ένα πρόχειρο ξύλινο μαγαζάκι που σερβίριζε καφέδες, γλυκά του κουταλιού και λεμονάδες. Ήταν επιχείρησις του μακαρίτη Βασίλη Βασιλείου, ενός αγνού και καλόκαρδου ανθρώπου, θείου του υπογράφοντος. Εκεί σύχναζαν τα ζεστά καλοκαιρινά βράδυα ή τα πρωινά με τις λιακάδες οι αφεντάδες της Αθήνας, οι λόγιοι και οι τύποι της. Θ' αναφέρουμε μερικά χαρακτηριστικά ανέκδοτά τους.
Αρχίζουμε από τον ρομαντικό και ωραίο την εμφάνισι ποιητή, τον Αχιλλέα Παράσχο που συχνά-πυκνά πικραναστενάζοντας έλεγε: " Τι ευτυχία να είναι έαρ και να απολαμβάνης τον ερατεινόν σου εξηπλωμένος σε δύο καθέκλας εις του Βασιλείου, εις την πλατεία του Συντάγματος. Και ταύτα πάντα με μίαν πεντάραν! Αλλά που είναι την, η πεντάρα;".
Απολαυστική είναι και η ιστορία του αγράμματου βουλευτού Δωρίδος Κόταρη. Είχε ανοίξει ανάποδα, το θηρίο, μια εφημερίδα της εποχής στο κέντρο και προσπαθούσε να την διαβάση. Περαστικός από κει ο καθαρευουσιάνος καθηγητής Μυστριώτης, νεαρώτατος ακόμα, τον είδε και φρύαξε:
- Κύριε βουλευτά, του είπε ορθά κοφτά, ούτω αναγιγνώσκεται η εφημερίς!
Και χραπ του την αναποδογύρισε.
-Εμένα θα μου πης, του απάντησε έξαλλος τότε ο ευέξαπτος κοινοβουλευτικός ανήρ, πως θα διαβάζω τη φυλλάδα μου; Άντε σαπέρα!
Και ξανάφερε την εφημερίδα του στην προτέρα της θέσι.
Το νόστιμο είναι πως ο ίδιος είχε πάλι την τιμητική του σε λίγες μέρες στη Βουλή. Κάποιος συνάδελφός του τον αποκάλεσε αγράμματο και τότε ο Κόταρης σηκώθηκε όρθός στη θέσι του και κεραυνοβόλησε τον υβριστή του λέγοντάς του:
-Εγώ βρε ζουντόβολο, δεν ξέρου γράμματα; εγώ που κλίνω και ρήματα; (Και για να μην αφήση αμφιβολίες, άρχισε να απαγγέλλη):
"Κλιέφτω, κλιέφτεις, κλιέφτει...".
Ας ξαναγυρίσωμε όμως στο καφενεδάκι. Ανάμεσα στους θαμώνες του, ήταν κι ένας Ρουμελιώτης, ασίκης και ομορφάνθρωπος. Ο εισπράκτωρ του ατμοκίνητου σιδηροδρόμου Αθηνών-Πειραιώς. Ο Γεώργιος Ζαβορίτης. Ατσαλάκωτος στη γκρίζα στολή του, με χρυσά κορδόνια και σειρήτια και το πικάντικο πηλίκιο, σαν είχε ρεπό αρριβάριζε στην ξύλινη παράγκα για να δροσισθή με τα αναψυκτικά της. Ο μακαρίτης ο Βασιλείου τον καμάρωνε, ώσπου ένα βράδυ τούσκασε το παραμύθι.
- Δεν γίνεται να με διορίσετε και μένα στο σιδηρόδρομο; τον ρώτησε.
- Δώσε μου το μαγαζί σου και πάρε τη θέσι μου! ήταν η απάντησις του Ζαβορίτη. Δέχεσαι;
- Και ρωτάς αν δέχομαι;
- Θα το πω στ' αφεντικό μου τον Σκουζέ κι αν συναινέση, το πράγμα τελείωσε.
Κι έδωσαν τα χέρια.
- Τόκα!
-Τόκα!
Κι έπειτ' από μια βδομάδα ο μεν Ζαβορίτης πήρε το καφενεδάκι για να εξελιχθή σε λίγα χρόνια στον πρώτο ζαχαροπλάστη της Αθήνας, ενώ ο Βασιλείου πέθανε φτωχός σταθμάρχης του Ηλεκτρικού Σιδηροδρόμου στο Θησείο!
Αυτό είναι το ιστορικό του Ζαχαροπλαστείου Ζαβορίτη, που το εσάρωσε ο ιλιγγιώδης ρυθμός της κοσμογονικής εποχής μας. Σε λίγες μέρες δεν θα υπάρχη τίποτε που να το θυμίζη στους νεώτερους. Στα βάθη όμως της ψυχής, ημών των παλαιοτέρων, που ο χρόνος μας σφράγισε τους κροτάφους με την ασημένια του πατίνα, θα φωλιάζη πάντα η ανάμνησίς του γιατί, όπως λέει και ο ποιητής:
" Τότε οι νεκροί
πεθαίνουνε
όταν τους λησμονάνε!"
Από το βιβλίο του Τηλ. Γάριου, Αθήνα και πάλι Αθήνα, Εκδ. Γιάννης Β. Βασδέκης, Αθήνα 1984
Η φωτογραφία είναι από το διαδίκτυο και δείχνει την Πλατεία Συντάγματος γύρω στο 1900
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου