Ο Κόσμος των παράξενων φαινομένων, που παρουσιάζονται σε κατοικίες ή ανθρώπους μετά την απώλεια αγαπημένων τους προσώπων, έχει να μας διηγηθεί πολλές και παράδοξες ιστορίες για τις οποίες δεν δόθηκε ποτέ καμία εξήγηση. Ανάλογη είναι και η ιστορία ενός κοριτσιού που βίωσε περίεργες και μη αναμενόμενες εμπειρίες μετά την αναχώρηση του πατέρα της από τον τρισδιάστατο κόσμο μας. ΠΑΤΕΡΑ, ΕΙΣΑΙ ΕΔΩ; Ένα κορίτσι, του οποίου ο πατέρας πέθανε πριν κάποια χρόνια, διαβεβαιώνει ότι δύο μέρες μετά το τραγικό συμβάν άρχισαν να συμβαίνουν περίεργα φαινόμενα στο σπίτι της. Σύμφωνα με διηγήσεις της μία μέρα που βρισκόταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι των γονέων της ένιωσε ότι κάποιος την χάιδευε στο πρόσωπο. Κάθε φορά που βρισκόταν μόνη, ακουγόντουσαν θόρυβοι σε όλο το σπίτι. Κανένας δεν την πίστευε αλλά, όταν μία μέρα που η μικρή ξαδέρφη της έμεινε μαζί της, και αναγκάστηκαν να φύγουν από το σπίτι γιατί η μικρούλα φοβήθηκε από τους παράξενου θορύβους, άρχισαν να την πιστεύουν. Η τηλεόραση του δωματίο
Όταν ο Κόσμος των Αθηνών χάνει τον ρομαντισμό του: Η καντάδα υπό διωγμόν
Κανείς δεν μπορεί να πιστέψει σήμερα ότι υπήρξε κάποια εποχή που η καντάδα ετέθη υπό διωγμόν στην Αθήνα. Και όμως το 1932 έγινε και αυτό. Ο Τύπος ξεσηκώθηκε. Γράφτηκαν πολλά άρθρα και σχόλια. Έγιναν διαμαρτυρίες και μάλιστα έντονες, αλλά η απόφαση ήταν να υπάρξει τέλος σ' αυτή την θορυβώδη εκδήλωση ορισμένων ρομαντικών. Έτσι έλεγε κάποιο σκεπτικό. Και αποφασίστηκε να συγκροτηθούν ειδικές περίπολοι με αστυφύλακες, που περιέτρεχαν τις νυχτερινές ώρες τους δρόμους και συνελάμβαναν τους τραγουδιστές.
Ένα περιοδικό έγραφε τον Ιούνιο του 1932: " Πεζή και αφιλόμουσος η αστυνομία πόλεων, έθεσεν υπό διωγμόν την καντάδα. Ολόκληρη εκστρατεία δηλαδή προοριζόμενη να εξαφανίσει από την αθηναϊκήν συνοικίοαν και το τελευταίον ίχνος της παλαιάς ζωής της. Άλλοτε τα στενά της Πλάκας και του Ψυρρή, τα σοκάκια του Μεταξουργείου και της Βάθης, οι δρόμοι της Νεαπόλεως, αντηχούσαν ολονυκτίς από τα κόρα των τραγουδιστών, που αποτελούσαν φυτώρια καλλιέργειας του λαϊκού τραγουδιού, από τα οποία πολλοί καλλιτέχνες του μελοδράματος έχουν βγει. Οι νέοι των συνοικιών διεξετραγώδουν περιπαθώς τους πόνους της καρδίας των κάτω από τα παράθυρα της σκορδόπιστης. Και αν καμιά φορά έτρωγαν κανένα κουβά νερό στο κεφάλι, τις περισσότερες όμως έβλεπαν πολλά παράθυρα ν' ανοίγουν αθόρυβα και πολλά συμπαθητικά κεφαλάκια να προβάλλουν διακριτικά για ν' ακούσουν το τραγούδι τους. Αλλά η εποχή των ρομαντισμών επέρασε.
Το πιάνο έθεσε εις αποστρατείαν την κιθάρα, η βαρβαρόφωνος τζαζ δολοφόνησε το μπελ κάντο και το παλιό τραγούδι άρχισε σιγά σιγά να σβύνη. Σήμερα ελάχιστες είναι οι παρέες που ξέρουν να τραγουδήσουν καλά ένα παλιό κόρο. Οι περισσότεροι συναγωνίζονται απλώς τα ραδιόφωνα και τα γραμμόφωνα, ωρυόμενοι την πολυθόρυβη Ριρίκα, την Ρεζεντά και την ανυπόμονην νέαν που θέλει αντρούλη, λίγο νοστιμούλη κ.λπ. Αυτό δε αποτελεί πράγματι όχι μόνον διατάραξιν της κοινής ησυχίας, αλλά και ανυπόφορον εκνευρισμόν των ακουστικών μας τυμπάνων. Και από της απόψεως αυτής οι πόλισμαν που ανέλαβαν την εκστρατείαν κατά της νυκτερινής καντάδας δεν κάνουν ίσως άλλο παρά ό,τι έκανε ένας παλιός φιλόμουσος χωροφύλακας, ο οποίος μόλις άκουγε καντάδα, επλησίαζε αμέσως. Και αν μεν οι κανταδόροι ετραγουδούσαν καλά, προσείθετο και αυτός εις την δύναμιν των μπάσων.Αν όμως έκανα φάλτσα εξετέλει αμειλίκτως το καθήκον του και τους έπαιρνε όλους μέσα".
Το κείμενο περιέχεται στο Αθηναϊκό Ημερολόγιο 2000 των Γ.Κ. Καιροφύλα και Σ. Γ. Φιλιππότη, Εκδ. ΦΙΛΛΙΠΟΤΗ
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου