Ο Κόσμος των παράξενων φαινομένων, που παρουσιάζονται σε κατοικίες ή ανθρώπους μετά την απώλεια αγαπημένων τους προσώπων, έχει να μας διηγηθεί πολλές και παράδοξες ιστορίες για τις οποίες δεν δόθηκε ποτέ καμία εξήγηση. Ανάλογη είναι και η ιστορία ενός κοριτσιού που βίωσε περίεργες και μη αναμενόμενες εμπειρίες μετά την αναχώρηση του πατέρα της από τον τρισδιάστατο κόσμο μας. ΠΑΤΕΡΑ, ΕΙΣΑΙ ΕΔΩ; Ένα κορίτσι, του οποίου ο πατέρας πέθανε πριν κάποια χρόνια, διαβεβαιώνει ότι δύο μέρες μετά το τραγικό συμβάν άρχισαν να συμβαίνουν περίεργα φαινόμενα στο σπίτι της. Σύμφωνα με διηγήσεις της μία μέρα που βρισκόταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι των γονέων της ένιωσε ότι κάποιος την χάιδευε στο πρόσωπο. Κάθε φορά που βρισκόταν μόνη, ακουγόντουσαν θόρυβοι σε όλο το σπίτι. Κανένας δεν την πίστευε αλλά, όταν μία μέρα που η μικρή ξαδέρφη της έμεινε μαζί της, και αναγκάστηκαν να φύγουν από το σπίτι γιατί η μικρούλα φοβήθηκε από τους παράξενου θορύβους, άρχισαν να την πιστεύουν. Η τηλεόρα...
Ο Κόσμος των Αθηνών ξεπροβάλλει μέσα από τα ερείπια που άφησε η πολύχρονη Οθωμανική κατάκτηση:
Κατά την περίοδο της άφιξης του Όθωνα στην Αθήνα, το 1834, δεν ήταν μόνο η Ακρόπολη ένας σωρός ερειπίων. Ο Στούρε Λιννέρ, στο βιβλίο του: “Μια Σουηδέζα στην Ελλάδα του 19ου αιώνα”, στο κεφάλαιο: “Ο κόσμος ξυπνάει στην κοιλάδα της Αθήνας”, γράφει:
Αλλά και η υπόλοιπη Αθήνα είχε λεηλατηθεί και παραμορφωθεί από κατακτητές ή κατά τον απελευθερωτικό πόλεμο. Στις αρχές της δεκαετίας του 1830 δεν είχαν απομείνει στην πόλη παρά μερικές εκατοντάδες πλινθόκτιστες καλύβες ανάμεσα στα χαλίκια και άλλα ερείπια.
Ο Έντουανρντ Σωμπέρ που προσκλήθηκε στην Αθήνα μαζί με τον Λέον φον Κλέντζε και το Σταμάτιο Κλεάνθη, για να καταρτίσουν ένα πολεοδομικό σχέδιο για την πόλη, κατάφερε να βρει κατάλυμμα για να στεγαστεί, αλλά αυτό δεν είχε παράθυρα. Τα παράθυρα ήταν άγνωστο είδος πολυτελείας εκείνη την εποχή.
Ο αρχαιολόγος Ρος προσπαθούσε να αντιμετωπίσει το χειμωνιάτικο ψύχος κατασκευάζοντας μια σόμπα από τσίγκο. Το κατόρθωμά του έγινε γρήγορα γνωστό σε όλη την πόλη και προκάλεσε θαυμασμό. Ο επίσκοπος πήγε στο σπίτι του για να τη δει, Τούρκοι της ανώτερης κοινωνίας ζητούσαν την άδεια να πάνε να δούνε το θαύμα κι αφού το έβλεπαν, χάιδευαν τα γένια τους, υμνώντας τον Αλλά για την παντοδυναμία του και τους Φράγκους για τη σοφία τους.
Δρόμοι δεν υπήρχαν καθόλου. Όταν έκανε την εμφάνισή της η πρώτη άμαξα με ρόδες, οι περισσότεροι κάτοικοι της πόλης βγήκαν από τα σπίτια τους για να θαυμάσουν αυτό το αριστούργημα της τεχνικής.
Το έτος 1836 άρχισε να κτίζεται το παλάτι του βασιλιά, που σήμερα είναι η Βουλή των Ελλήνων. Το κτίσμα αυτό με το σχετικό μέγεθός του, ήταν για ένα διάστημα το μοναδικό αξιοπερίεργο κτίριο στην Αθήνα. Μόνο ύστερα από μερικά χρόνια, το 1839-1841, κτίστηκε και το Πανεπιστήμιο.
Το 1859 η Φρεντρίκα έγινε μάρτυρας της θεμελίωσης της Ακαδημίας. Κατ΄το τέλος της δεκαετίας του 1860 έγινε επιτέλους δυνατό να συγκεντρωθούν οι συλλογές έργων τέχνης στο νέο Εθνικό Μουσείο. Ως τότε παρέμεναν αναγκαστικά στιβαγμένες στο ναό του Ηφαίστου.
Η Φρεντρίκα παρακολουθεί με χαρά την Αθήνα να μεταβάλλεται από ανατολίτικο χωριό δε δυτικοευρωπαϊκή πόλη, αν και σ’ ένα γράμμα της εκφράζει την ανησυχία της για την έλλειψη πρωτοτυπίας στην αρχιτεκτονική της διαμόρφωση, την πολύ μεγάλη προσκόλληση σε δυτικοευρωπαϊκά πρότυπα.
Η Πλατεία Όθωνος, για παράδειγμα, η σημερινή Ομόνοια, η οποία ως πρόσφατα ήταν “λόγγος με χαλίκια και σωρούς σκουπιδιών” παίρνει μπροστά στα έκπληκτα μάτια της Φρεντρίκας τη μορφή μεγάλου και ωραίου πάρκου.
Νέοι δρόμοι κατασκευάζονται κάθε λίγο. Το 1859 είναι έτοιμες οι οδοί Σταδίου και Πανεπιστημίου. Η Φρεντρίκα κατονομάζει ιδιαίτερα τη λεωφόρο που έγινε κατά παραγγελία της βασίλισσας Αμαλίας, η οποία φέρει και το όνομά της. (...)
Στην Αθήνα έπρεπε ωστόσο να γίνουν πολλά πράγματα ακόμα Η Φρεντρίκα, όταν μετά τις ονειροπολήσεις της πάνω στην Ακρόπολη το ηλιοβασίλεμα, έπαιρνε το δρόμο του γυρισμού για το σπίτι των Χάνσεν στο Λυκαβητό, συναντούσε πολλές δυσκολίες.
“Οι δρόμοι είναι σχεδόν θανάσιμα επικίνδυνοι”, γράφει. Δεν υπήρχαν φανάρια να φωτίσουν τους δρόμους που ήταν γεμάτοι λακούβες και διάφορα αντικείμενα και μπορούσε να σκοντάψει κανείς. Οι λάμπες φωταερίου, άρχισαν να χρησιμοποιούνται μόνο μετά το 1857, κι αυτές υπήρχαν στην αρχή μόνο στο κέντρο. Δεν είχαν φτάσει ακόμα στα περίχωρα.
Που και που την ενοχλεί η σκόνη που σηκώνεται συχνά ως τον ουρανό και που, όπως γράφει σ’ ένα σημείο “μαυρίζει κάλτσες και άσπρα εσώρουχα περισσότερο από τα λερωμένα χιόνια και τους ρύπους, πάνω σε μας”.
Πηγή: Στούρε Λιννέρ, “Μια Σουηδέζα στην Ελλάδα του 19ου αιώνα”, στο κεφάλαιο: “Ο κόσμος ξυπνάει στην κοιλάδα της Αθήνας”, σ.σ. 82- 84
Οι φωτογραφίες είναι από το διαδίκτυο
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου