Ο Κόσμος των παράξενων φαινομένων, που παρουσιάζονται σε κατοικίες ή ανθρώπους μετά την απώλεια αγαπημένων τους προσώπων, έχει να μας διηγηθεί πολλές και παράδοξες ιστορίες για τις οποίες δεν δόθηκε ποτέ καμία εξήγηση. Ανάλογη είναι και η ιστορία ενός κοριτσιού που βίωσε περίεργες και μη αναμενόμενες εμπειρίες μετά την αναχώρηση του πατέρα της από τον τρισδιάστατο κόσμο μας. ΠΑΤΕΡΑ, ΕΙΣΑΙ ΕΔΩ; Ένα κορίτσι, του οποίου ο πατέρας πέθανε πριν κάποια χρόνια, διαβεβαιώνει ότι δύο μέρες μετά το τραγικό συμβάν άρχισαν να συμβαίνουν περίεργα φαινόμενα στο σπίτι της. Σύμφωνα με διηγήσεις της μία μέρα που βρισκόταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι των γονέων της ένιωσε ότι κάποιος την χάιδευε στο πρόσωπο. Κάθε φορά που βρισκόταν μόνη, ακουγόντουσαν θόρυβοι σε όλο το σπίτι. Κανένας δεν την πίστευε αλλά, όταν μία μέρα που η μικρή ξαδέρφη της έμεινε μαζί της, και αναγκάστηκαν να φύγουν από το σπίτι γιατί η μικρούλα φοβήθηκε από τους παράξενου θορύβους, άρχισαν να την πιστεύουν. Η τηλεόρα...
Ο Κόσμος των φανταστικών φίλων δημιουργεί καταστάσεις παράδοξες, μη αναμενόμενες που ανατρέπουν την καθημερινότητα των ανθρώπων δημιουργώντας ερωτήματα αναπάντητα. Έτσι και η ιστορία που ακολουθεί, με την μη αναμενόμενη εξέλιξη, δίνει το ερέθισμα για σκέψη και προβληματισμό...
Μόνο η φαντασία του;
Οι φανταστικοί φίλοι είναι πρόσωπα επινοημένα που μερικά παιδιά δημιουργούν για διάφορους λόγους, γενικά λόγω του ότι αισθάνονται μοναξιά. Αλλά τι θα συνέβαινε αν εσύ γνώριζες κάποιον στον δρόμο, γινόσασταν φίλοι, αλλά ποτέ δεν καταλάβαινες ότι μόνο εσύ μπορούσες να τον δεις, τι θα έκαναν οι δικοί σου άνθρωποι αν προσπαθούσες να τους πείσεις ότι υπάρχει κάποιος μαζί σου όταν εκείνοι βλέπουν ότι είσαι μόνος; Η ιστορία που ακολουθεί την διηγήθηκε ένα αγόρι 19 ετών. Μία ιστορία που συνέβη πριν 11 χρόνια περίπου όταν το αγόρι ήταν 8 ετών.
Τότε το αγόρι ήταν ένα παιδί το οποίο περνούσε το χρόνο του μελετώντας και κάνοντας τις εργασίες που του έβαζαν στο σχολείο. Ένα απόγευμα, μετά τη μελέτη, κατέβηκε στον δρόμο για να παίξει με τους φίλους του, αλλά όταν πήγε στα σπίτια τους να τους βρει, εκείνοι δεν μπορούσαν να βγουν γιατί είχαν διάβασμα. Απογοητευμένος, ξεκίνησε για το σπίτι του αλλά μόλις ήταν έτοιμος να ανέβει σκόνταψε σε ένα σκαλοπάτι, και παρά λίγο να πέσει όταν ένας άνδρας ψηλός και μελαχρινός τον άρπαξε και τον σήκωσε όρθιο. Το αγόρι γύρισε για να τον ευχαριστήσει πιστεύοντας ότι ήταν ο πατέρας του, αλλά δεν ήταν εκείνος, αν και του έμοιαζε πολύ. Το επόμενο απόγευμα όταν κατέβηκε ξανά να βρει τους φίλους του, στο δρόμο συναντήθηκε και πάλι με τον ίδιο άνδρα.
Άρχισαν να μιλούν και σιγά σιγά έγιναν φίλοι παρά τη διαφορά της ηλικίας. Το αγόρι μίλησε στους φίλους του για εκείνον τον άντρα, αλλά ποτέ δεν κατάφεραν να συναντηθούν μαζί του για να τον γνωρίσουν. Το αγόρι μίλησε επίσης στον άνδρα με πολύ ενθουσιασμό για τους φίλους του, αλλά είχε την αίσθηση ότι εκείνος ήξερε αυτά που επρόκειτο να του διηγηθεί. Οι δύο τους συνδέθηκαν πολύ στενά και ήταν σαν να γνωρίζονταν όλη τους τη ζωή. Πάντα ο άνδρας βρισκόταν δίπλα στο αγόρι προφέροντάς του βοήθεια και προστασία. Μία μέρα το αγόρι διαπίστωσε ότι δεν ήξερε το όνομα του φίλου του, τον ρώτησε και εκείνος του είπε ότι τον λένε Μιγκέλ.
Όλα πήγαιναν καλά μέχρι τη μέρα που ο Μιγκέλ του είπε πολύ λυπημένος ότι δεν θα μπορούσε πλέον να τον ξαναδεί αλλά αν κάποια μέρα το αγόρι χρειαζόταν την βοήθεια του εκείνος θα ήταν εκεί για να του την προσφέρει. Επίσης του είπε πει στη «μαμά» ότι την αγαπούσε, γεγονός που του φάνηκε παράξενο διότι ο Μιγκέλ δεν την γνώριζε. Μετά το αγόρι πήγε στο σπίτι του για φαγητό. Καθώς έτρωγαν η μητέρα του τον ρώτησε τι έκανε μόνος του στο δρόμο. Το αγόρι επέμεινε ότι δεν ήταν μόνος, ότι ήταν με τον Μιγκέλ, η μητέρα του ανησύχησε με την επιμονή του, και κατέληξε να συζητήσει το γεγονός με τον παιδίατρο. Ο γιατρός είπε ότι ήταν φυσιολογικό για ένα παιδί της ηλικίας του να δημιουργεί φανταστικούς φίλους για να διασκεδάσει όταν είναι μόνο, αλλά το αγόρι ήξερε ότι δεν είχε επινοήσει τον Μιγκέλ. Και για το λόγο αυτό, μία μέρα αποφάσισε να δώσει στη μητέρα του το μήνυμα του Μιγκέλ. Η μητέρα του, όταν άκουσε αυτά που της είπε το αγόρι, φαινόταν έτοιμη να λιποθυμήσει, αλλά όχι, συνήλθε γρήγορα και γύρισε στην κουζίνα. Εκείνη τη νύχτα φάνηκε στο αγόρι ότι άκουσε τη μητέρα του που έκλαιγε. Τις επόμενες μέρες, τυχαία, βρήκε το ημερολόγιό της, φαινόταν παλιό και εδώ και πολύ καιρό κανένας δεν έγραφε σε αυτό. Στην τελευταία σημείωση η μητέρα του έγραφε ότι ήτα πολύ ενθουσιασμένη γιατί σε λίγο θα είχε ένα γιο που θα του έδινε το όνομα Μιγκέλ. Αλλά η ημερομηνία ήταν πολλά χρόνια πριν γεννηθεί το αγόρι. Μίλησε με τη μητέρα του, και εκείνη του είπε ότι ο Μιγκέλ δεν γεννήθηκε ποτέ.
Τότε το αγόρι ήταν ένα παιδί το οποίο περνούσε το χρόνο του μελετώντας και κάνοντας τις εργασίες που του έβαζαν στο σχολείο. Ένα απόγευμα, μετά τη μελέτη, κατέβηκε στον δρόμο για να παίξει με τους φίλους του, αλλά όταν πήγε στα σπίτια τους να τους βρει, εκείνοι δεν μπορούσαν να βγουν γιατί είχαν διάβασμα. Απογοητευμένος, ξεκίνησε για το σπίτι του αλλά μόλις ήταν έτοιμος να ανέβει σκόνταψε σε ένα σκαλοπάτι, και παρά λίγο να πέσει όταν ένας άνδρας ψηλός και μελαχρινός τον άρπαξε και τον σήκωσε όρθιο. Το αγόρι γύρισε για να τον ευχαριστήσει πιστεύοντας ότι ήταν ο πατέρας του, αλλά δεν ήταν εκείνος, αν και του έμοιαζε πολύ. Το επόμενο απόγευμα όταν κατέβηκε ξανά να βρει τους φίλους του, στο δρόμο συναντήθηκε και πάλι με τον ίδιο άνδρα.
Άρχισαν να μιλούν και σιγά σιγά έγιναν φίλοι παρά τη διαφορά της ηλικίας. Το αγόρι μίλησε στους φίλους του για εκείνον τον άντρα, αλλά ποτέ δεν κατάφεραν να συναντηθούν μαζί του για να τον γνωρίσουν. Το αγόρι μίλησε επίσης στον άνδρα με πολύ ενθουσιασμό για τους φίλους του, αλλά είχε την αίσθηση ότι εκείνος ήξερε αυτά που επρόκειτο να του διηγηθεί. Οι δύο τους συνδέθηκαν πολύ στενά και ήταν σαν να γνωρίζονταν όλη τους τη ζωή. Πάντα ο άνδρας βρισκόταν δίπλα στο αγόρι προφέροντάς του βοήθεια και προστασία. Μία μέρα το αγόρι διαπίστωσε ότι δεν ήξερε το όνομα του φίλου του, τον ρώτησε και εκείνος του είπε ότι τον λένε Μιγκέλ.
Όλα πήγαιναν καλά μέχρι τη μέρα που ο Μιγκέλ του είπε πολύ λυπημένος ότι δεν θα μπορούσε πλέον να τον ξαναδεί αλλά αν κάποια μέρα το αγόρι χρειαζόταν την βοήθεια του εκείνος θα ήταν εκεί για να του την προσφέρει. Επίσης του είπε πει στη «μαμά» ότι την αγαπούσε, γεγονός που του φάνηκε παράξενο διότι ο Μιγκέλ δεν την γνώριζε. Μετά το αγόρι πήγε στο σπίτι του για φαγητό. Καθώς έτρωγαν η μητέρα του τον ρώτησε τι έκανε μόνος του στο δρόμο. Το αγόρι επέμεινε ότι δεν ήταν μόνος, ότι ήταν με τον Μιγκέλ, η μητέρα του ανησύχησε με την επιμονή του, και κατέληξε να συζητήσει το γεγονός με τον παιδίατρο. Ο γιατρός είπε ότι ήταν φυσιολογικό για ένα παιδί της ηλικίας του να δημιουργεί φανταστικούς φίλους για να διασκεδάσει όταν είναι μόνο, αλλά το αγόρι ήξερε ότι δεν είχε επινοήσει τον Μιγκέλ. Και για το λόγο αυτό, μία μέρα αποφάσισε να δώσει στη μητέρα του το μήνυμα του Μιγκέλ. Η μητέρα του, όταν άκουσε αυτά που της είπε το αγόρι, φαινόταν έτοιμη να λιποθυμήσει, αλλά όχι, συνήλθε γρήγορα και γύρισε στην κουζίνα. Εκείνη τη νύχτα φάνηκε στο αγόρι ότι άκουσε τη μητέρα του που έκλαιγε. Τις επόμενες μέρες, τυχαία, βρήκε το ημερολόγιό της, φαινόταν παλιό και εδώ και πολύ καιρό κανένας δεν έγραφε σε αυτό. Στην τελευταία σημείωση η μητέρα του έγραφε ότι ήτα πολύ ενθουσιασμένη γιατί σε λίγο θα είχε ένα γιο που θα του έδινε το όνομα Μιγκέλ. Αλλά η ημερομηνία ήταν πολλά χρόνια πριν γεννηθεί το αγόρι. Μίλησε με τη μητέρα του, και εκείνη του είπε ότι ο Μιγκέλ δεν γεννήθηκε ποτέ.
Απόδοση από τα ισπανικά Α. Χ.
Βιβλιογραφία: Sobrenatural, 300 Historias de Terror, Misterio y Leyendas Urbanas, Cael Novak
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου